Ξεδιπλώνοντας την Ένταξη - Εργαστήριο Πολιτικής
Το Εργαστήριο ‘Ξεδιπλώνοντας την Ένταξη’ διοργανώθηκε από τη Συμβίωση-Σχολή Πολιτικών Σπουδών στην Ελλάδα από τις 15 έως 17 Δεκεμβρίου 2017 στην Αθήνα, σε συνεργασία με τους Δήμους Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Το Εργαστήριο επικεντρώθηκε σε καινοτόμες προσεγγίσεις και βιώσιμες ιδέες γύρω από κύριες προτεραιότητες της ένταξης: στέγαση, εκπαίδευση, εργασία και συμμετοχή στα κοινά. Το Εργαστήριο λειτούργησε επίσης ως πλατφόρμα για την ανταλλαγή ερευνητικών ευρημάτων και εμπειριών, καθώς και για την ανάπτυξη νέων ιδεών, στρατηγικών και εργαλείων για την επανασύνδεση των κοινωνιών μας και για τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών και πρακτικών της «ένταξης». Οι συζητήσεις διερεύνησαν εάν οι διαφορετικές διαστάσεις της ένταξης είναι βαθιά ανταγωνιστικές, όπως υποδηλώνουν τα σημερινά πρότυπα ψηφοφορίας, καθώς και τον τρόπο διαμόρφωσης εναλλακτικών λύσεων σε διαφορετικά πλαίσια, δίκτυα και συνασπισμούς.
Η ένταξη των μεταναστών και των προσφύγων ορίζεται συνήθως ως η διαδικασία οικονομικής κινητικότητας και κοινωνικής συμπερίληψης για τους νεοεισερχόμενους και τα παιδιά τους. Ως εκ τούτου, η ένταξη αγγίζει τα θεσμικά όργανα και τους μηχανισμούς που προωθούν την ανάπτυξη και τη μεγέθυνση της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών συστημάτων, της ανάπτυξης εργατικού δυναμικού, της παροχής κυβερνητικών υπηρεσιών σε κοινότητες με γλωσσική πολυμορφία κι αλλα. Η επιτυχής ένταξη θεωρητικά χτίζει κοινότητες που είναι ισχυρότερες οικονομικά και πιο συμπεριληπτικές κοινωνικά και πολιτιστικά. Η ένταξη είναι η διαδικασία με την οποία οι μετανάστες γίνονται αποδεκτοί στην κοινωνία, τόσο ως άτομα όσο και ως ομάδες.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς υπάρχουν δύο πλευρές που συμμετέχουν στις διαδικασίες ένταξης: οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, με τα χαρακτηριστικά τους, τις προσπάθειές τους και την προσαρμογή τους, και η κοινωνία υποδοχής, με τις αλληλεπιδράσεις της με αυτούς τους νεοεισερχόμενους και τους θεσμούς της. Είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο που καθορίζει την κατεύθυνση και το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας της ένταξης. Αυτές οι δύο πλευρές είναι, ωστόσο, άνισοι συνεργάτες. Η κοινωνία υποδοχής, από την άποψη της θεσμικής της δομής και του τρόπου με τον οποίο αντιδρά στους νεοεισερχόμενους, έχει πολύ μεγαλύτερο λόγο στο αποτέλεσμα της διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία ένταξης των μεταναστών δεν πραγματοποιείται –όπως συχνά πιστεύεται– μόνο στο επίπεδο του μεμονωμένου μετανάστη, του οποίου η ένταξη μετριέται τότε σε όρους στέγασης, απασχόλησης, εκπαίδευσης και κοινωνικής και πολιτιστικής προσαρμογής στη νέα κοινωνία. Πραγματοποιείται επίσης σε συλλογικό επίπεδο των ομάδων μεταναστών και προσφύγων. Οι οργανώσεις τους είναι η έκφραση της κινητοποίησης πόρων και οργανισμών, και σε αυτό το επίπεδο έχουν εφαρμογή οι μηχανισμοί της διαδικασίας ένταξης.
Με την ανοδική πορεία των μακροχρόνιων πολιτικών συμμαχιών που βρίσκονται στο επίκεντρο της επικρατούσας αντίληψης για την παγκοσμιοποίηση, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς το κράτος, η πολιτική δράση και οι διαρθρωτικές θέσεις των πολιτικών θεμάτων συνυπάρχουν για να δημιουργήσουν νέους χώρους στους οποίους ορισμοί και προϋποθέσεις που αφορούν στην ιθαγένειας και την έννοια του ανήκειν, ανακατασκευάζονται. Η ένταξη των μεταναστών και των προσφύγων εμπλέκει και αναδεικνύει ένα ευρύτερο φάσμα χώρων, χρονικοτήτων, δρώντων και δυνάμεων που διαμορφώνουν αυτές τις δυναμικές — εκεί όπου η καθημερινές εμπειρίες ζωής συνιστούν γενεσιουργά πεδία δράσης μέσα και πέρα από έναν πολυσχιδή και άνισο κόσμο. Σε αυτό το εργαστήριο, επιδιώξαμε ο εποικοδομητικός διάλογος πάνω σε αυτές τις συζητήσεις και καλωσορίσαμε συνεισφορές που εστίασαν στους τρόπους που η δομική εξουσία διασταυρώνεται με την ατομική και συλλογική εμπρόθετη δράση ώστε να παράγει νέα είδη ένταξης και ιθαγένειας.
Καθώς η βιωσιμότητα, η ανθεκτικότητα και η ένταξη έχουν καταστεί κεντρικά μοτίβα στη σημερινή συζήτηση για τη διαχείριση της ζωής των μεταναστών, των προσφύγων και του τοπικού πληθυσμού, ανοίγει ένας κρίσιμος διάλογος σχετικά με το περιεχόμενο και την πρακτική τους που αποκαλύπτει εγγενή στοιχεία σχέσεων εξουσίας και πολιτικών αμφισβητήσεων.
Πως Λειτουργεί η Ένταξη
Υπάρχουν δύο πλευρές που συμμετέχουν στις διαδικασίες ένταξης: οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, με τα χαρακτηριστικά τους, τις προσπάθειές τους και την προσαρμογή τους, και η κοινωνία υποδοχής, με τις αλληλεπιδράσεις της με αυτούς τους νεοεισερχόμενους και τους θεσμούς της. Είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο που καθορίζει την κατεύθυνση και το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας της ένταξης. Αυτές οι δύο πλευρές είναι, ωστόσο, άνισοι συνεργάτες. Η κοινωνία υποδοχής, από την άποψη της θεσμικής της δομής και του τρόπου με τον οποίο αντιδρά στους νεοεισερχόμενους, έχει πολύ μεγαλύτερο λόγο στο αποτέλεσμα της διαδικασίας.
Αυτή η διαδικασία ένταξης των μεταναστών δεν πραγματοποιείται –όπως συχνά πιστεύεται– μόνο στο επίπεδο του μεμονωμένου μετανάστη, του οποίου η ένταξη μετριέται τότε σε όρους στέγασης, απασχόλησης, εκπαίδευσης και κοινωνικής και πολιτιστικής προσαρμογής στη νέα κοινωνία. Πραγματοποιείται επίσης σε συλλογικό επίπεδο των ομάδων μεταναστών και προσφύγων. Οι οργανώσεις τους είναι η έκφραση της κινητοποίησης πόρων και οργανισμών, και σε αυτό το επίπεδο έχουν εφαρμογή οι μηχανισμοί της διαδικασίας ένταξης.
Επιπλέον, υπάρχει το θεσμικό επίπεδο, το οποίο υπάρχει σε δύο ευρείς τύπους. Ο πρώτος αφορά τους δημόσιους θεσμικούς φορείς των κοινωνιών ή πόλεων υποδοχής, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα ή οι θεσμικές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Οι νόμοι, οι κανονισμοί και τα εκτελεστικά όργανα, μαζί με τους άγραφους κανόνες και πρακτικές, αποτελούν μέρος αυτών των θεσμών. Ωστόσο, αυτοί ενδέχεται να εμποδίσουν την πρόσβαση ή το ίσο αποτέλεσμα για τους νεοεισερχόμενους, ή ακόμη και να τους αποκλείσουν εντελώς. Η λειτουργία αυτών των δημόσιων θεσμών (και η πιθανή προσαρμογή τους ενόψει της αυξανόμενης διαφορετικότητας) είναι επομένως υψίστης σημασίας. Σε αυτό το επίπεδο η ένταξη και ο αποκλεισμός είναι καθρεπτιζόμενες έννοιες.
Το δεύτερο είδος θεσμών αφορά συγκεκριμένους τύπους ομάδων μεταναστών, όπως θρησκευτικά ή πολιτιστικά ιδρύματα. Αυτά τα συγκεκριμένα ιδρύματα και η πιθανή ένταξή τους μπορούν να θεωρηθούν με τον ίδιο τρόπο όπως οι οργανώσεις μεταναστών: μπορεί να γίνουν αποδεκτά μέλη της κοινωνίας στο ίδιο επίπεδο με συγκρίσιμα ιδρύματα γηγενών ομάδων ή μπορεί να απομονωθούν ή να παραμείνουν μη αναγνωρισμένα και αποκλεισμένα.
Οι μηχανισμοί που λειτουργούν σε ατομικό, ομαδικό και θεσμικό επίπεδο είναι διαφορετικοί, αλλά τα αποτελέσματα σε καθένα από αυτά τα επίπεδα είναι σαφώς αλληλένδετα. Οι θεσμικές ρυθμίσεις καθορίζουν τις ευκαιρίες και το πεδίο δράσης των οργανισμών. Τα ιδρύματα και οι οργανισμοί δημιουργούν από κοινού τη δομή ευκαιριών ή / και περιορισμών για τα άτομα. Αντίθετα, τα άτομα μπορούν να κινητοποιήσουν και να αλλάξουν το τοπίο των οργανισμών, και τελικά να συμβάλουν ακόμη και σε σημαντικές αλλαγές στις θεσμικές ρυθμίσεις.
Δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας ένταξης προκύπτει από την αλληλεπίδραση δύο μερών που λαμβάνει χώρα σε διαφορετικά επίπεδα, δεν μπορεί να αναμένεται πως το αποτέλεσμα θα είναι ομοιόμορφο. Αφενός, μελέτες που συγκρίνουν τη διαδικασία ένταξης διαφορετικών ομάδων μεταναστών στο ίδιο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο δείχνουν ότι οι ομάδες μεταναστών ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα ένταξης. Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία ένταξης των μεταναστών της ίδιας καταγωγής σε διαφορετικά εθνικά πλαίσια οδηγεί επίσης σε πολύ διαφορετικά πρότυπα.
Η Λογική της Χάραξης Πολιτικής
Οι διαδικασίες ένταξης, τόσο για τα άτομα όσο και για τις ομάδες, είναι μακροπρόθεσμες από τη φύση τους. Σε επίπεδο ομάδας, αυτό σημαίνει ότι η «λυδία λίθος» της ένταξης, και για την επιτυχία ή την αποτυχία των πολιτικών σε αυτόν τον τομέα, είναι η θέση της δεύτερης γενιάς. Ωστόσο, οι πολιτικές διαδικασίες στις δημοκρατικές κοινωνίες απαιτούν πολιτικές που αποδίδουν καρπούς με πολύ σύντομους όρους, οι οποίες μετρούνται συχνά στο σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ των εκλογών. Οι μη ρεαλιστικές υποσχέσεις και αιτήματα που απορρέουν από αυτή τη «δημοκρατική ανυπομονησία» συχνά οδηγούν σε μια αντίδραση ενάντια στις αποτυχίες μιας πολιτικής, πραγματικές ή αντιληπτές, σε δημόσιους ή πολιτικούς κύκλους.
Λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο αυτής της αντίδρασης, και καθώς οι παγκόσμιες εξελίξεις αναμένεται να οδηγήσουν στην αύξηση του πληθυσμού των μεταναστών παγκοσμίως, υπάρχει ανάγκη για ολοκληρωμένες πολιτικές ένταξης. Ενώ υπάρχουν πολλές σχολές σκέψης και οι πολιτικές θα διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ορισμένα βασικά στοιχεία που εμφανίζονται στις επιτυχημένες πολιτικές ένταξης είναι εκείνα που:
Προσφέρουν ένα όραμα τόσο για τους μετανάστες όσο και για τις κοινωνίες υποδοχής. Οι ρητές πολιτικές προσφέρουν ένα πλαίσιο σκέψης για κοινούς στόχους για τη διασφάλιση βιώσιμων κοινοτήτων και μπορούν να παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές και μέσα για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τον τρόπο που μπορούν να συνεισφέρουν.
Συντονισμός με τις πολιτικές μετανάστευσης. Αυτή η σύνδεση είναι εξαιρετικά σημαντική λαμβάνοντας υπόψη την τάση πολλών κυβερνήσεων να χειρίζονται τη διεθνή μετανάστευση σε ένα πλαίσιο βασισμένο στις παραδοσιακές έννοιες των εθνών-κρατών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κόσμος χωρίζεται σε ξεχωριστές πολιτικές κοινότητες με ξεχωριστούς εθνικούς πολίτες και εδάφη. Η μετανάστευση πέρα από τα πολιτικά σύνορα θεωρείται ανωμαλία.
Ως εκ τούτου, οι μεταναστευτικές πολιτικές ήταν κατά κύριο λόγο αμυντικές και επικεντρωμένες στον έλεγχο αντί να είναι δυναμικές. Ομοίως, οι πολιτικές ένταξης για τους μετανάστες ήταν αντιδραστικές, αν όχι απούσες. Αυτά τα δύο αλληλοενισχύονται, επειδή η έλλειψη συνεπούς και διαφανούς μεταναστευτικής πολιτικής αποτελεί εμπόδιο για αποτελεσματικές πολιτικές ένταξης. Σε πολλές περιπτώσεις, η κακή πολιτική ένταξης συνέβαλε στις αρνητικές αντιλήψεις για τους μετανάστες, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στην ενίσχυση των αμυντικών πολιτικών μετανάστευσης.
Ένα βασικό στοιχείο μιας τέτοιας πολιτικής είναι η διαφάνεια κατά την υποδοχή των μεταναστών, ιδίως όσον αφορά το τι αναμένεται από αυτούς και τι μπορούν να περιμένουν. Οποιαδήποτε προσδοκία ότι οι μετανάστες θα λάβουν μακροχρόνια διαμονή θα πρέπει να συνοδεύεται από προσπάθειες για την παροχή επαρκούς νομικής θέσης, εργαλείων για να λειτουργήσουν επιτυχώς στην κοινωνία και την πρόσβαση σε δημόσιες εγκαταστάσεις επί ίσοις όρους με τους ημεδαπούς. Θα πρέπει να αποφευχθούν οι μεγάλες περίοδοι αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική διαμονή (και στην περίπτωση των αιτούντων άσυλο, η εξάρτηση από την κυβερνητική γενναιοδωρία), τόσο για τις αρνητικές τους συνέπειες σε σχέση με τους ενδιαφερόμενους μετανάστες, όσο και για την αρνητική εικόνα και την διακυβευόμενη νομιμότητα των πολιτικών επανεισδοχής.
Προωθούν πολιτικές ένταξης που αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητα. Σε ατομικό επίπεδο, ένας ενήλικος μετανάστης μπορεί να προσαρμοστεί σημαντικά όσον αφορά τις γνώσεις του κατά τη μακροπρόθεσμη διαδικασία ένταξης. Ωστόσο, τα συναισθήματα, οι προτιμήσεις και οι αξιολογήσεις του καλού και του κακού είναι αρκετά επίμονες μέσα σε μια ζωή. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να δοθεί πολύ περισσότερη προσοχή στο ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα πλαισιώνονται πολιτικά οι πολιτικές μετανάστευσης και ένταξης προκειμένου να αναγνωρίζονται και να αποδέχονται τη διαφορετικότητα των στάσεων.
Παρέχουν εθνικές πραγματικότητες. Ενώ μια άποψη πέρα από το έθνος-κράτος είναι σημαντική, είναι επίσης προφανές ότι οι πολιτικές ένταξης διαμορφώνονται αναγκαστικά από το εθνικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, στον κοινωνικοοικονομικό τομέα, οι μηχανισμοί ένταξης σε κοινωνίες με έντονο φιλελεύθερο προσανατολισμό αγοράς (και περιορισμένες κοινωνικές υπηρεσίες και πρόνοιας) διαφέρουν από εκείνους που υπάρχουν στα κράτη πρόνοιας όπου ένα μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος αναδιανέμεται. Επιπλέον, στον πολιτιστικό και θρησκευτικό τομέα, οι ιστορικές ιδιαιτερότητες των θεσμικών ρυθμίσεων δημιουργούν σημαντικές διαφορές στη σκοπιμότητα των πολιτικών.
Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής, οι παράγοντες και τα μέσα πολιτικής δράσης διαφέρουν. Οι εθνικές πολιτικές, και συνεπώς και οι πολιτικές περιφερειακής ολοκλήρωσης, όπως αυτές που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούν να ορίσουν γενικά πλαίσια, κανόνες και μέσα που διευκολύνουν τους τοπικούς φορείς.
Κάνουν κατανοητή τη σημασία των αστικών περιοχών. Οι πόλεις, οι οποίες είναι συχνά το λιμάνι εισόδου για τους πληθυσμούς των μεταναστών, αντιμετωπίζουν ειδικές προκλήσεις και συγκεκριμένες ευθύνες που διαφέρουν από εκείνες των εθνικών αρχών. Σε αυτό το τοπικό επίπεδο δήμων και πόλεων γίνονται ορατές οι εντάσεις μεταξύ εθνικών και τοπικών κυβερνήσεων και η ανάγκη συντονισμού μεταξύ των πολιτικών μετανάστευσης και ένταξης καθίσταται επείγουσα.
Οι μεγάλες πόλεις αντιμετωπίζουν ταχύτατες αλλαγές στον πληθυσμό τους. Οι μετανάστες, οι οποίοι συχνά «κατευθύνονταν» στις πόλεις με κυβερνητική πολιτική, ποικίλουν κατά πολύ σε πολιτισμούς, θρησκείες και τρόπους ζωής. Η ένταξή τους στο κοινωνικό ιστό της πόλης δεν είναι φυσική διαδικασία. Ο κοινωνικός διαχωρισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση (ορισμένων) ομάδων μεταναστών μπορούν να απειλήσουν την κοινωνική συνοχή σε αυτές τις πόλεις.
Ως εκ τούτου, οι πόλεις αντιμετωπίζουν μια ιδιαίτερη πρόκληση και μια ειδική ευθύνη, διαφορετική από εκείνη των εθνικών αρχών. Ταυτόχρονα, οι γειτονιές της πόλης προσφέρουν ιδιαίτερες ευκαιρίες. Εκεί, σημαντικά γεγονότα επηρεάζουν την καθημερινή ζωή όλων των κατοίκων, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών. Είναι επίσης το σημείο όπου μπορεί να κερδηθεί η αφοσίωση των νεοεισερχομένων και των παλαιών κατοίκων ή να χαθεί για το θέμα αυτό.
Αναγνωρίζουν το τοπικό πλαίσιο. Δεδομένου ότι οι διαδικασίες ένταξης από την πλευρά των μεταναστών πραγματοποιούνται σε τοπικό επίπεδο, και δεδομένου ότι οι συνθήκες μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, οι τοπικές πολιτικές ένταξης που βασίζονται στην ενεργή αλληλεπίδραση μεταξύ μεταναστών και τοπικής κοινωνίας πρέπει να έχουν την υψηλότερη προτεραιότητα. Σε αυτές τις τοπικές πολιτικές θα πρέπει να δοθούν περισσότερα εργαλεία και περιθώρια για να δράσουν με τους κατάλληλους τρόπους για την περιοχή.
Η πολιτική τοπικής ένταξης πρέπει να ακολουθεί στρατηγικές και τακτικές που εμπλέκουν τους εταίρους στη διαδικασία ένταξης σε διαφορετικά επίπεδα. Θα πρέπει να συνδυάζει στοιχεία ενεργοποίησης «από πάνω προς τα κάτω» και κινητοποίηση «από κάτω προς τα πάνω». Θα πρέπει να ορίζουν τη διαδικασία ένταξης ως «ανοιχτή» στους κανόνες των φιλελεύθερων δημοκρατικών κοινωνιών, αφήνοντας περιθώρια για ένα αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που είναι πιο διαφορετική, αλλά εξακολουθεί να είναι συνεκτική. Η ποικιλομορφία που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο δεν είναι ούτε προκαθορισμένη ούτε στατική, αλλά διαπραγματεύσιμη, κοινή και σε συνεχή αλλαγή.
Εμπλέκουν μη κυβερνητικούς οργανισμούς. Οι οργανισμοί από το τοπικό, εθνικό, περιφερειακό επίπεδο (π.χ. ΕΕ) είναι δυνητικά σημαντικοί παράγοντες, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Υπάρχουν πολλοί μη κυβερνητικοί παράγοντες που επηρεάζουν έντονα, είτε θετικά είτε αρνητικά, τη διαδικασία ένταξης. Αυτοί οι ζωτικής σημασίας θεσμικοί παράγοντες περιλαμβάνουν εκκλησίες, συνδικάτα, οργανώσεις εργοδοτών, πολιτικά κόμματα, μέσα ενημέρωσης και άλλους φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Οι κυβερνητικές πολιτικές που στοχεύουν στην καθοδήγηση των διαδικασιών εγκατάστασης και ένταξης πρέπει να εμπλέκουν ενεργά όχι μόνο τους ίδιους τους μετανάστες, αλλά και σημαντικούς παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών.
Αυτοί οι μη κυβερνητικοί παράγοντες είναι σημαντικοί με δύο τρόπους. Πρώτα απ ‘όλα, λειτουργούν ως άμεσοι εταίροι στην εφαρμογή των πολιτικών. Αλλά είναι ίσως ακόμη πιο σημαντικοί ως πολιτικοί παράγοντες. Μπορούν να επηρεάσουν το πολιτικό κλίμα και τα πολιτικά αποτελέσματα, και μπορεί να είναι σημαντικοί παράγοντες για την καταπολέμηση του αποκλεισμού, των διακρίσεων και της ξενοφοβίας.
Κατάλληλη ανάθεση εξουσιών. Οι πολιτικές ένταξης πρέπει να καθορίζουν σαφείς προτεραιότητες για δράση σε διάφορους τομείς. Για τους μακρά διαμένοντες μετανάστες, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε τομείς όπου οι αρχές διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα για την προώθηση της ένταξης, ιδίως όσον αφορά την εργασία, την εκπαίδευση και τη στέγαση.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, πολιτικές στον πολιτικό και πολιτιστικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης της θρησκείας, είναι απαραίτητες. Τελικά, οι μορφές που μπορούν να λάβουν αυτές οι πολιτικές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις υφιστάμενες θεσμικές ρυθμίσεις στις κοινωνίες υποδοχής.
Οι μετανάστες είναι νεοεισερχόμενοι, οι οποίοι συχνά αναφέρονται ως ο κλασικός “άλλος” που δεν ανήκει. Τέτοιες κατασκευές του “άλλου” μπορεί να βασίζονται σε νομική βάση, φυσική εμφάνιση ή φυλή, σε (αντιληπτές) πολιτιστικές και θρησκευτικές διαφορές, ταξικά χαρακτηριστικά ή σε οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών των στοιχείων. Τέτοιες κατασκευές έχουν χρησιμοποιηθεί πολιτικά, π.χ. από το κίνημα κατά των μεταναστών, και εκφράζονται σε πρακτικές που εισάγουν διακρίσεις, επιδεινώνουν τις σχέσεις μεταξύ των εθνοτήτων και εξασθενούν την κοινωνική συνοχή σε κοινότητες, πόλεις και κράτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εξαιρετικά σημαντικό οι δύο παράγοντες στη διαδικασία ένταξης, οι μετανάστες και η κοινωνία υποδοχής, να συνδεθούν με μια υγιή πολιτική ένταξης. Η διαμόρφωση της κατάλληλης πολιτικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες σε όλα τα επίπεδα, από τις πόλεις έως τις εθνικές πρωτεύουσες. Ένα μακροπρόθεσμο πλαίσιο που εξισορροπεί τις ανησυχίες και των δύο πλευρών μπορεί να επιτευχθεί. μια βραχύχρονη πολιτική που θέτει την πολιτική πριν από την πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες από όλες τις πλευρές.