Φόρουμ για τη Μετανάστευση και την Ένταξη – “Je t’aime, … moi non plus” : Επαναπροσδιορίζοντας τις προκλήσεις της μετανάστευσης και της ένταξης σε Ελλάδα και Ευρώπη
Το Φόρουμ για την Ένταξη στη Θεσσαλονίκη “Je t ‘aime,… moi non plus: Επαναπροσδιορίζοντας τις προκλήσεις της μετανάστευσης και της ένταξης σε Ελλάδα και Ευρώπη” πραγματοποιήθηκε στις 9-11 Μαΐου 2019 στο Δημοτικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του προγράμματος Jean Monnet της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την υποστήριξη του Δήμου Θεσσαλονίκης και της Αντιπροσωπείας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ στην Ελλάδα.
Το Φόρουμ πραγματεύτηκε κρίσιμα ζητήματα γύρω από τη χάραξη πολιτικής και τις διεπιστημονικές προσεγγίσεις που σχετίζονται με τον άξονα ‘μετανάστευση/ένταξη’, με στόχο την αντιμετώπιση των πολλαπλών προκλήσεων και κενών μεταξύ των εθνικών πολιτικών και της τοπικής εφαρμογής, ένα ζήτημα κοινό σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Στόχος ήταν η ανασκόπηση των διαδικασιών χάραξης πολιτικής σχετικά με τη μετανάστευση και το άσυλο, την ένταξη και την απόκτηση ιθαγένειας, στο πλαίσιο του έτους του 2019 το οποίο αποτελεί το τελευταίο μεταβατικό στάδιο προς την ανάληψη της άμεσης διαχείρισης των χρηματοδοτήσεων και της υλοποίησης όλων των υπηρεσιών υποστήριξης που σχετίζονται με τους αιτούντες άσυλο από την ελληνική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας, της στέγης και της οικονομικής βοήθειας. Πραγματοποιήθηκαν συζητήσεις γύρω από διεπιστημονικές προσεγγίσεις και χρήσιμες πρακτικές στις οποίες συμμετείχαν θεσμικοί εκπρόσωποι, ακαδημαϊκοί και επαγγελματίες από την Ελλάδα και την Ευρώπη. Διερευνήθηκε επίσης η γνώση που προκύπτει από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συζητήσεις γύρω από τους τρόπους και τις συνεργασίες που απαιτούνται για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης ανθρωπιστικής φύσης και την αντιμετώπιση των επιχειρησιακών προκλήσεων της διαχείρισης της μετανάστευσης και των διεθνών πολιτικών προστασίας.
Σε συνέχεια της ανθρωπιστικής ανταπόκρισης για τους πρόσφυγες μετά το 2015 στην Ελλάδα και τις ενδιαφέρουσες μεθόδους που ακολουθήθηκαν, οι οποίες δημιούργησαν ένα νέο προηγούμενο για τα κράτη μέλη της ΕΕ, το Ελληνικό Υπουργείο Μετανάστευσης δημοσίευσε τη Στρατηγική για την Ένταξη, ενώ μια πληθώρα ενδιαφερομένων μερών καλείται να αντιμετωπίσει μια περίοδο-πρόκληση που διαφαίνεται, δεδομένων των συνεχιζόμενων προκλήσεων, σε παρεμβαλλόμενες κλίμακες, σε σχέση με την υποδοχή νεοεισερχόμενων και την ένταξη των πληθυσμών που επωφελούνται από διεθνή προστασία, τις αλλαγές στις ροές χρηματοδότησης, την ατέρμονη προσωρινότητα των πολιτικών και των επιπτώσεών τους, τις αντιπροσωπείες των προσφύγων και μεταναστών, τις προοπτικές της ΕΕ μετά τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την πιθανή αύξηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Οι προκλήσεις που σχετίζονται με τη νόμιμη μετανάστευση φαίνεται να παραβλέπονται, ωστόσο η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην ευθυγράμμιση με τα διεθνή πρότυπα νομοθεσίας και διοικητικής πρακτικής στον τομέα της απόκτησης ιθαγένειας, της πρόληψης και της μείωσης της ανιθαγένειας.
Οι συζητήσεις αναπλαισίωσαν την ένταξη ως μια σχεσιακή πρακτική που αποτελείται από πολλαπλές στοιχειώδεις και μετασχηματιστικές, επίσημες και ανεπίσημες, συναντήσεις μεταξύ εκτοπισμένων ανθρώπων, τόπων, θεσμών και υπηρεσιών, που αναπτύχθηκε για τη διασφάλιση και τη διατήρηση της ζωής. Η κατανόηση της ένταξης ως αποτέλεσμα σύνθετων καθημερινών στρατηγικών μάθησης, πλοήγησης και διακυβέρνησης της πόλης επέτρεψε στις συζητήσεις να μετατοπίσουν την εστίαση στις ιστορικές και σύγχρονες εμπειρίες εκείνων που «πρέπει να ενταχθούν», αναγνωρίζοντας την κεντρική θέση που έχουν οι αξιολογήσεων που πραγματοποιούν οι μετανάστες και οι ίδιοι οι πρόσφυγες για την πολιτική καινοτομία και την αστική διακυβέρνηση.
Η συζήτηση δομήθηκε γύρω από τρεις κύριες προκλήσεις αναφορικά με τον τρόπο που το πλέγμα ‘μετανάστευση/ένταξη’ γίνεται αντιληπτό, διέπεται, εφαρμόζεται και βιώνεται επί του παρόντος:
Πρόκληση 1. Επί του παρόντος, η «επιτυχής» ένταξη μετράται ως προς την επίτευξη και τη πρόσβαση στους τομείς της απασχόλησης, της στέγασης, της εκπαίδευσης και της υγείας, τις εικασίες και πρακτικές σχετικά με την ιθαγένεια και τα δικαιώματα, τις διαδικασίες κοινωνικών διασυνδέσεων εντός των δικτύων και μεταξύ αυτών εντός της κοινότητας και τα δομικά εμπόδια μιας τέτοιας διασύνδεσης που σχετίζεται με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και το τοπικό περιβάλλον. Αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά ευρεία ώστε να οικοδομήσουν ένα έγκυρο πλαίσιο ανάλυσης. Ωστόσο, δεν υπάρχει πολιτική ή πρακτική που να ταιριάζει σε όλα αυτά τα πλαίσια. Η αξιολόγηση του αντίκτυπου και του ποσοστού επιτυχίας μιας πολιτικής ένταξης είναι δύσκολη, καθώς τα ευρήματα δεν είναι συνεκτικά. Οι ασκήσεις σύγκρισης στατιστικών δεδομένων και αποτελεσμάτων της ένταξης με στόχο την αξιολόγηση της επιτυχίας της ένταξης, σπάνια λαμβάνουν υπόψη τους τα τοπικά ειδικά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια που συμβάλλουν ευρέως και διαμορφώνουν τα αποτελέσματα. Έτσι, οι πολιτικές παραμένουν κενές λίστες επιθυμιών ή συνονθύλευμα ξεχωριστών πρακτικών.
Πρόκληση 2. Οι μελετητές επισημαίνουν ένα σημαντικό κενό μεταξύ των εθνικών πολιτικών και της τοπικής εφαρμογής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα κενά των πρώτων αφήνουν σε μεγάλο βαθμό την πρόκληση της ένταξης στα χέρια των δεύτερων. Επιπλέον, στην Ελλάδα οι διαδικασίες των θεσμών και της ανάπτυξης ικανοτήτων για την υποδοχή και την ένταξη βρίσκονται εν εξελίξει, ενώ απαιτούνται περαιτέρω νομοθετικές αλλαγές. Οι στρατηγικές πρέπει να μετατραπούν σε πολιτικές, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί και εγγράφονται στον προϋπολογισμό, οι πολιτικές πρέπει να μετατραπούν σε έγκαιρα και εφαρμόσιμα σχέδια δράσης, τα οποία θα παρακολουθούνται και θα αξιολογούνται ως ένα κοινό πλαίσιο. Πώς είναι δυνατό να συμβεί αυτό στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της εν εξελίξει μετάβασης από την έκτακτη ανθρωπιστική κατάσταση στη βιώσιμη ένταξη;
Πρόκληση 3. Η αστική εγκατάσταση και η διασπορά συνεπάγονται τη δημιουργία νέων μορφών λήψης αποφάσεων που συχνά πραγματοποιούνται σε συνεργασία των διαφόρων παραγόντων (τοπική διοίκηση, πρωτοβουλίες πολιτών, μέσω της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης) και μέσω μιας συνεχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ των παγκόσμιων και τοπικών δυνάμεων/αναγκών. Οι μελετητές επισημαίνουν τον κατακερματισμό και τη διάβρωση των πολιτικών: η ένταξη δεν γίνεται αντιληπτή ως ζήτημα ανάπτυξης ή ως αστικό ζήτημα. Παρά τις μεγάλες αναφορές της πολυδιάστατης ένταξης και της αναγνώρισης ότι η στέγαση, η εργασία και η ευημερία είναι αναπόσπαστα και αδιαίρετα συστατικά των πόλεων κοινωνικής συμπερίληψης, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται μεμονωμένα, δημιουργώντας συχνά διπλά πρότυπα. Η μη συμμετοχή των μεταναστών και προσφύγων στη διαδικασία χάραξης πολιτικής είναι επίσης ένα ζήτημα που έχει επισημανθεί ευρέως.