Από την υποδοχή στην ένταξη: Στοιχεία και καινοτομία - Εργαστήριο Προσφυγικής Πολιτικής
Σε συνέχεια του Εργαστηρίου Μεταναστευτικής Πολιτικής της Σύρου τον Σεπτέμβριο του 2015, το Εργαστήριο Προσφυγικής Πολιτικής – Από την υποδοχή στην ένταξη: Στοιχεία και καινοτομία ήταν η εμπλοκή διάφορων ενδιαφερομένων σε ένα διάλογο για την αξιολόγηση των προσπαθειών υποδοχής των προσφύγων στην Ελλάδα από το 2015 και μετά, όταν οι ροές άλλαξαν σημαντικά, με στόχο τη συζήτηση σχετικά με δύο σημαντικών (και αλληλοσυνδεόμενων) θεμάτων: 1. Η προστασία των προσφύγων, η υποδοχή και η ένταξη στις πόλεις της πρώτης γραμμής 2. Η εκπαίδευση για τους αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες
Σε μια Ελλάδα η οποία ήδη πάσχιζε, χιλιάδες πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο φιλοξενούνται σε κέντρα υποδοχής/δομές φιλοξενίας που έχουν γίνει βιαστικά και παρέχουν μόλις τα ελάχιστα απαραίτητα, φαγητό, καταφύγιο. Επί του παρόντος υπάρχουν περίπου 55.000 άτομα που χρειάζονται προστασία, περίπου 55 κέντρα υποδοχής έχουν συσταθεί, από πλήθος φορέων, κρατικών και μη κρατικών, κυβερνήσεις, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ανθρωπιστικής Βοήθειας Έκτακτης Ανάκης (ECHO), διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ύπατη Αρμοστεία και ο ΔΟΜ, διεθνείς ΜΚΟ και τοπικούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών ως επί το πλείστον με υπεργολαβία, ενώ οι τοπικές αρχές και οι ομάδες αλληλεγγύης έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Η ανθρωπιστική δράση έχει συγκλονιστεί από την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της κρίσης. Κρατικοί και μη κρατικοί παράγοντες σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπιστικών οργανισμών, καλούνται μαζικά να προστατεύσουν και να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Οι πρόσφατες συντονιστικές βελτιώσεις στην Ελλάδα δημιούργησαν μια πιο συντονισμένη ανταπόκριση, ενώ οι συνεχείς καινοτομίες σε συνδυασμό με την αυξημένη χρήση των εθνικών λύσεων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ακόμη πιο αποτελεσματική ανταπόκριση. Ωστόσο, η πρόκληση θα είναι μακροχρόνια. Η ανταπόκριση απαιτεί συνδυασμό ανθρωπιστικών και αναπτυξιακών προσπαθειών που να υποστηρίζονται από σημαντικές πολυετείς επενδύσεις οι οποίες θα εστιάζουν στην άμεση ανακούφιση και ένταξη, με βάση τη παρακολούθηση και αξιολόγηση του έργου που έχει αναληφθεί.
Ο γενικός στόχος αυτής της εκδήλωσης ήταν:
- Να παρέχει ένα φόρουμ για τη συζήτηση θεμάτων που αφορούν τη μάθηση, την ανάληψη ευθυνών και την απόδοση στον ανθρωπιστικό τομέα, την κυβέρνηση σε εθνικό και τοπικό επίπεδο και τους διεθνείς φορείς που συμμετέχουν στην αντιμετώπιση της κρίσης υποδοχής προσφύγων στην Ελλάδα από το 2015, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων δωρητών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων των Ηνωμένων Εθνών και των οργανισμών της ΕΕ.
- Να παρέχει μια πλατφόρμα στους εθνικούς και διεθνείς επαγγελματίες, τους ηγέτες της κοινότητας που επηρεάζονται, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους εμπειρογνώμονες για να προβληματιστούν σχετικά με την ανθρωπιστική πρακτική του τελευταίου χρόνου. Εστιάζοντας σε τρέχοντα ζητήματα στη βάση της επιχειρησιακής πραγματικότητας, να εμπλέξει ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερομένων με σκοπό να αξιοποιήσει τις εταιρικές σχέσεις, να φέρει μεγαλύτερη σαφήνεια στους τρέχοντες ανθρωπιστικούς διαλόγους, να βελτιώσει την ποιότητα των ανθρωπιστικών στρατηγικών, πολιτικών και επιχειρησιακών ανταποκρίσεων και να προωθήσει, όπου είναι δυνατόν, την καινοτομία ενισχύοντας τη διεπαφή μεταξύ πολιτικής και γνώσης.
- Περαιτέρω, οι φορείς να μάθουν και να βελτιώνουν τις δραστηριότητες ανθρωπιστικές ανταπόκρισης με σκοπό τον εντοπισμό: των τρεχουσών πρακτικών, των προκλήσεις που υπάρχουν, πώς η συνεργασία έχει/θα βοηθήσει να ξεπεραστούν αυτές τις προκλήσεις.
Διαμορφώνοντας τα θέματα
Η ανταπόκριση των κυβερνήσεων σε εθνικό και τοπικό επίπεδο είναι ζωτικής σημασίας δεδομένου του διεθνούς πλαισίου σύμφωνα με το οποίο η ανταπόκριση σε ανθρωπιστικές κρίσεις είναι ευθύνη του κράτους. Η εμπλοκή διεθνών οργανισμών εξαρτάται από την προθυμία και την ικανότητα των κρατών να ανταποκριθούν, ενώ το διεθνές ανθρωπιστικό σύστημα έχει κακές επιδόσεις στη συνεργασία με το κράτος, αλλά καταβάλλονται προσπάθειες για να αντιμετωπιστεί αυτό.
Ποια θα ήταν τα αποτελέσματα μιας διαδικασίας αξιολόγησης μετά από σχεδόν ένα χρόνο από την κλιμάκωση της κρίσης υποδοχής; Σκοπός ήταν να δοθεί χώρος στους φορείς να εκτιμήσουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς την επίτευξη των στόχων, του αποτελέσματος και του αντίκτυπου στη ζωή των κοινοτήτων των προσφύγων, όπου συμπεριλαμβάνονται οικογένειες, κοινότητες και κυβερνήσεις που εμπλέκονται στην υλοποίηση των παρεμβάσεων. Τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν αφορούν την έλλειψη πόρων, τον ανταγωνισμό για επιρροή, την ιεράρχηση των βραχυπρόθεσμων χρονικών οριζόντων σχεδιασμού, ενώ οι υποκινητές θα μπορούσαν να είναι η συνέχεια της υποστήριξης και οι κοινές ατζέντες και η εμπιστοσύνη.
Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της εκδήλωσης ήταν να παράσχει ευρήματα και συστάσεις για τη διευκόλυνση του διαλόγου μεταξύ της ΕΕ, των αρμόδιων εθνικών αρχών και της κοινωνίας των πολιτών για τη βελτίωση του προγραμματισμού και της υλοποίησησης της βοήθειας και της ανάπτυξης για τους πρόσφυγες, με στόχο τη στήριξη των κοινοτήτων προσφύγων στις εμπλεκόμενες χώρες, βάσει διδαγμάτων και καλών πρακτικών προγραμματισμού και εφαρμογής της τρέχουσας βοήθειας.
Οι συμμετέχοντες λαμβάνοντας υπόψη το εύρος της κρίσης και το ανθρωπιστικό της προφίλ, τις εθνικές ικανότητες και την ανταπόκριση, την ανθρωπιστική πρόσβαση και κάλυψη και τα κενά, εξέτασαν τα εξής:
- Τη λογική της παρέμβασης της ECHO και άλλων διεθνών δωρητών, όπως ο μηχανισμός λήψης επιχορηγήσεων του ΕΟΧ, από το 2015, σε συνέπεια με τις υφιστάμενες στρατηγικές και την αποτελεσματικότητά του (π.χ. εφαρμογή των στόχων στρατηγικής πολιτικής, ξεχωρίζοντας σαφώς το εθνικό/κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο – το περιφερειακό/τοπικό επίπεδο και επίπεδο της ΕΕ και την απόδοση στου στόχους του πλαισίου προγραμματισμού),
- Την απόδοση (αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, συνοχή, αντίκτυπος, βιωσιμότητα και προστιθέμενη αξία της ΕΕ) της βοήθειας που χρηματοδοτείται μέσω εθνικών και περιφερειακών προγραμμάτων, με στόχο τη στήριξη των προσφύγων τόσο σε επίπεδο προγραμματισμού όσο και σε επίπεδο εφαρμογής, εξετάζοντας καλές/κακές πρακτικές για τη λειτουργία (μέγεθος έργων, τρόπος υλοποίησης, ευελιξία) καθώς και για το περιεχόμενο (συνάφεια των παρεμβάσεων, ορθότητα της παρέμβασης κ.λπ.).
- Τα συστήματα παρακολούθησης που υπάρχουν αναφορικά με τους χρησιμοποιούμενους δείκτες, τους μηχανισμούς παρακολούθησης των αποτελεσμάτων, τους συνδέσμους με τη λειτουργία αξιολόγησης.
- Τη συνεργασία της ΕΚ με εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη που υποστηρίζουν την υποδοχή και την ένταξη των προσφύγων, όπως οι διεθνείς οργανισμοί και ΜΚΟ που είναι επιχειρησιακοί εταίροι της ECHO, προσδιορίζοντας τις δυνατότητες συνεργασίας, τις βέλτιστες πρακτικές, λαμβάνονται υπόψη/εμπλέκοντας σημαντικούς παράγοντες σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο με ιδιαίτερη προσοχή στις διεθνείς οργανώσεις και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
- Είναι δυνατό και πώς μπορεί να αξιολογηθεί η αποδοτικότητα, η αποτελεσματικότητα και ο αντίκτυπος των παρεμβάσεων – οι δραστηριότητες ήταν οικονομικά αποδοτικές; επιτεύχθηκαν εγκαίρως; και εφαρμόστηκαν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο σε σύγκριση με εναλλακτικές; – οι θετικές και αρνητικές αλλαγές που προκλήθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, εσκεμμένα ή ακούσια;
- Είναι δυνατό και πώς να προσδιορίσετε τα μαθήματα που αποκτήθηκαν και να τεκμηριωθούν οι μέχρι τώρα βέλτιστες πρακτικές;
- Λειτουργεί ο εντοπισμός του πιο ευάλωτου συστήματος παραπομπής μέσω συντονισμού με διεθνείς εταίρους, τοπικές ΜΚΟ, δήμους και κοινότητες που επηρεάζονται;
- Υπάρχουν τρόποι βελτίωσης της ενταξιακής ανταπόκρισης; της διαχείριση των κέντρων υποδοχής, όπως και της βοήθεια διαβίωσης που παρέχεται σε ευάλωτα νοικοκυριά;
Εκπρόσωποι από τοπικές αρχές – από τα μέρη τα οποία πλήττονται περισσότερο από την προσφυγική κρίση – εμπειρογνώμονες, εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών και πρόσφυγες συζήτησαν τρόπους και μέσα για την ύπαρξη υπεύθυνης προσφυγικής πολιτικής και πρακτικής σε τοπικό επίπεδο. Η ένταξη των προσφύγων είναι μια δυναμική αμφίδρομη διαδικασία και ξεκινά από την ημέρα που ένας πρόσφυγας φτάνει στη νέα κοινωνία υποδοχής. Η προσέγγιση που επιλέγουν οι κυβερνήσεις καθορίζει το αποτέλεσμα των προσπαθειών και των υπηρεσιών ένταξης και τελικά θα επηρεάσει την ένταξη των μεμονωμένων προσφύγων. Επομένως, η ένταξη των προσφύγων θέτει απαιτήσεις τόσο στις κοινωνίες υποδοχής όσο και στα ενδιαφερόμενα άτομα και κοινότητες. Λόγω της φύσης της αναγκαστικής μετανάστευσής τους και των εμπειριών τους, σε σύγκριση με άλλες ομάδες μεταναστών, οι πρόσφυγες έχουν συχνά συγκεκριμένες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν για να υποστηριχθεί η ένταξή τους. Συχνά είναι μια από τις πιο ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα είναι και μία από τις πιο ανθεκτικές. Επομένως, είναι σημαντικό οι ειδικές ανάγκες των προσφύγων να αναγνωρίζονται στις πολιτικές και πρακτικές ένταξης στο πλαίσιο μιας συνολικής πολιτικής ενσωμάτωσης. Τα νομικά ζητήματα είναι ζωτικής σημασίας, καθώς και οι προκλήσεις ένταξης, όπως η εκπαίδευση, η εργασία, η στέγαση, η υγεοινομικές και κοινωνικές υπηρεσίες , η ασφάλεια, η συμμετοχή στην αστική και πολιτική ζωή, καθώς και η ταυτότητα, η αλληλεπίδραση και η συμμετοχή.
Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση των αιτούντων άσυλο/προσφύγων (πλαίσιο εκπαίδευσης προσφύγων, τρέχουσα «κατάσταση του πεδίου» της εκπαίδευσης προσφύγων όσον αφορά την πρόσβαση, την ποιότητα και την προστασία), καθώς και στους σχετικούς περιορισμούς αναφορικά με τους θεσμούς, τους πόρους και το συντονισμό και τις προκλήσεις για βιώσιμες λύσεις, συμπεριλαμβανομένου του πολιτισμού. Στόχος ήταν να διερευνηθούν: α) τρόποι για την προώθηση θετικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ προσφύγων-κοινοτήτων υποδοχής στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης, καθώς και των πολιτιστικών συναντήσεων, μέσα από τη συνεργασία με περιφερειακούς οργανισμούς για την υποστήριξη δράσεων με στόχο την εκπαιδευτική συμπερίληψη σε κοινοτικό επίπεδο, κινητοποιώντας τη διαπεριφερειακή συνεργασία, β) συνεργασίες με τοπικούς δήμους, ομάδες μεταναστών και προσφύγων, και άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και γ) η ενεργή συνηγορία για την προώθηση της εκπαίδευσης χωρίς αποκλεισμούς, τόσο στα μέλη αυτών των περιφερειακών οργάνων όπου η υποστήριξη για τους πρόσφυγες είναι άνιση, καθώς και σε εθνικό επίπεδο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Προκλήσεις Ένταξης
Οι πρόσφυγες σπάνια ξεκινούν από το ίδιο σημείο εκκίνησης σε σχέση με τους άλλους μετανάστες. Τα δίκτυά τους είναι λιγότερα, οι οικογένειές τους ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο στη χώρα καταγωγής τους, η γλωσσική τους ικανότητα συχνά απουσιάζει ή είναι πολύ περιορισμένη, τα έγγραφα τους μπορεί να έχουν χαθεί ή η υγεία τους μπορεί να έχει επηρεαστεί λόγω του τραύματος και της βίας. Η ένταξη αποτελεί σημαντική πρόκληση για τα κράτη και υπάρχει σαφής συνολική δέσμευση που αντικατοπτρίζεται στην πολιτική της ΕΕ. Δεδομένου ότι η ένταξη συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά στο πρόγραμμα Τάμπερε το 1999 και σε μεταγενέστερα πολυετή προγράμματα, οι εξελίξεις αναφορικά με την ένταξη σε επίπεδο ΕΕ συμπεριλήφθηκαν στις Κοινές Βασικές Αρχές (2004), στην Κοινή Ατζέντα για την Ένταξη (2005), στη Δήλωση της Σαραγόσα (2010), και στην Ευρωπαϊκή Ατζέντα για την Ένταξη των Μεταναστών εκτός ΕΕ (2011). Αυτές οι εξελίξεις περιλαμβάνουν την αναγνώριση βασικών τομέων της ενταξιακής πολιτικής και δεικτών ένταξης, καθώς και την περιγραφή πρωτοβουλιών για την αύξηση της συμμετοχής των μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων, σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο. Οι τομείς της ενταξιακής πολιτικής που προσδιορίζονται σε επίπεδο ΕΕ είναι η απασχόληση, η εκπαίδευση, η κοινωνική ένταξη και η ενεργή συμμετοχή.
Οι αντιλήψεις για την ένταξη, οι οποίες υποστηρίζουν την κυβερνητική κατεύθυνση για την πολιτική και την υποστήριξη της ένταξης, ποικίλλουν σημαντικά. Επίσης, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των απόψεων των κυβερνήσεων και των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής για την ένταξη και των απόψεων των προσφύγων και των ενδιαφερομένων μερών. Η γενική αντίληψη, σε κυβερνητικό επίπεδο, ότι η ένταξη είναι μια διαδικασία στην καρδιά της οποίας εντοπίζεται η εκμάθηση της νέας γλώσσας, η απόκτηση εργασίας και η στέγαση, αντικατοπτρίζει την αντίληψη των προσφύγων. Ωστόσο, οι πρόσφυγες προχωρούν παραπέρα, στηρίζοντας την αντίληψη τους σχετικά με την ένταξη στην κατανόηση των δικαιωμάτων και των ευθυνών, στο πέρασμα του χρόνου, και στην υποκειμενική ανάπτυξη του «αισθήματος ότι βρίσκονται στο σπίτι τους». Επομένως, οι ενταξιακοί στόχοι των κυβερνήσεων που αφορούν την ισότητα, τη συμπερίληψη και της προόδου μπορεί να επιτευχθούν από τους πρόσφυγες με τρόπους διαφορετικούς από τις κυβερνητικές προσδοκίες ή επιθυμίες, ενώ η προσδοκία ότι όλοι θα επιτύχουν καθορισμένους στόχους δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.
Εκπαιδευτικές προκλήσεις
Μέχρι αυτό το σημείο, η παγκόσμια ανθρωπιστική βοήθεια που στοχεύει στην εκπαίδευση αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 2% των χρηματοδοτήσεων που έχουν δεσμευτεί. Στη δήλωση της τέταρτης διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την παροχή βοήθειας στη Συρία που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 2016, δηλώθηκε ότι μέχρι το επόμενο έτος, κάθε παιδί πρόσφυγας από τη Συρία θα έχει θέση στο σχολείο. Οι πρόσφυγες περνούν κατά μέσο όρο δέκα χρόνια μακριά από τα σπίτια τους. Χωρίς παρέμβαση, πολλά από τα εκτοπισμένα παιδιά δεν θα μπουν ποτέ σε τάξη κατά τη διάρκεια της σχολικής τους ηλικίας. Όταν σταματά η εκπαίδευση, τα παιδιά χάνουν την προστασία των που τους προσφέρει το σχολείο. Πολλά γίνονται στόχοι διακινητών και εξαφανίζονται σε κάθε είδους εκμετάλλευσης. Με τους ενήλικες συχνά να αποκλείωνται από την εργασία στη χώρα ασύλου, αυτά που είναι αρκετά τυχερά και οι γονείς τους ζουν, ωθούνται σε φθηνή εργασία για να παρέχουν στις οικογένειές τους ένα πολύ μικρό εισόδημα. Η αποτυχία αναφορικά με τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης για τους πρόσφυγες είναι το άμεσο αποτέλεσμα ενός δομικά προβληματικού συστήματος που καλύπτει τις ανάγκες των μαθητών μέσω των προϋπολογισμών ανθρωπιστικής βοήθειας (το 98% των οποίων πηγαίνει σε τρόφιμα, στέγη και υγειονομική περίθαλψη) και της αναπτυξιακής βοήθεια (η οποία είναι αναγκαστικά μακροπρόθεσμη).
Κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του Όσλο τον Ιούλιο του 2015 με θέμα «Η Εκπαίδευση για την Ανάπτυξη» ο Νορβηγός Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Εξωτερικών συνέβαλαν στη διαμόρφωση της αποφασιστικότητας των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής για τη δημιουργία μιας συνεκτικής ανταπόκρισης για την εκπαιδευτική κρίση που πλήττει δεκάδες εκατομμύρια παιδιά τα οποία έχουν παγιδευτεί σε εμπόλεμες και εμφύλιες συγκρούσεις, καθώς και για να βρεθούν οι πόροι που απαιτούνται βάσει των επερχόμενων Στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης για τη «διασφάλιση εκπαίδευσης χωρίς αποκλεισμούς και ποιοτικά ισότιμης και την προώθηση ευκαιριών δια βίου μάθησης για όλους», τονίζοντας ότι βρίσκονται στη διαδικασία διπλασιασμού της οικονομικής συμβολής της Νορβηγίας στην εκπαίδευση για την ανάπτυξη κατά την περίοδο 2013-2017. Επιπλέον, για να δρομολογηθεί η κάλυψη του ελλείμματος των των 39 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην εξωτερική χρηματοδότηση, η Νορβηγία ανακοίνωσε τη σύσταση της Επιτροπής για τη Χρηματοδότηση των Παγκόσμιων Εκπαιδευτικών Ευκαιριών. Ο στόχος της αυτής της αναδυόμενης προσέγγισης είναι να υπάρξει ένα νέο πρόγραμμα, η εφαρμογή του οποίου να μπορεί να πραγματοποιηθεί τον επόμενο χρόνο.
Επιπλέον, υπάρχει επιτακτική ανάγκη να σχεδιαστούν καινοτόμες λύσεις χρηματοδότησης που θα λειτουργούν σε κλίμακες, καθώς και να διασφαλιστεί καλύτερος συντονισμός των δωρητών και νέοι τρόποι εργασίας. Εφαρμόζοτνας τις αποδόσεις που συνοδεύουν την κλίμακα, δημιουργώντας παγκόσμιες πλατφόρμες εκπαιδευτικών εισροών όπως βιβλία, τεχνολογία, επαγγελματικό υλικό υποστήριξης για εκπαιδευτικούς και μηχανισμούς αξιολόγησης της μάθησης των μαθητών, υπόσχεται να υποστηρίξει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εκπαίδευσης υπό την ηγεσία της χώρας. Η ψηφιακή πρόσβαση και τα διαδικτυακά μαθήματα για νέους σε δομές προσφύγων είναι ένας από τους στόχους που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκπαίδευση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ενώ οι προσπάθειες για την παροχή διαδικτυακών μαθημάτων για εκπαιδευτικούς και παιδιά προσφύγων πρέπει να συντονιστούν. Σημαντικοί χώροι όπου λαμβάνει χώρα η εκπαίδευση των προσφύγων – σε μία δομή, σε μια πόλη και κατά τον επαναπατρισμό.
Στην Ελλάδα, η εκπαίδευση των προσφύγων πρέπει να καθοδηγείται από τρεις εννοιολογικές προσεγγίσεις, εμπλέκοντας συνεργασίες με τις κυβερνήσεις και δημιουργώντας θεσμούς: α) η ανθρωπιστική προσέγγιση, μια θεσμική προσέγγιση για την εκπαίδευση των προσφύγων η οποία αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως συστατικό μιας ταχείας παρέμβασης που παρέχει άμεση προστασία στους νέους και αποτρέπει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων , β) η προσέγγιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποίος ορίζει την εκπαίδευση ως «δικαίωμα εξουσιοδότησης» που παρέχει «δεξιότητες τις οποίες χρειάζονται οι άνθρωποι για να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους και να ασκήσουν τα άλλα δικαιώματά τους, όπως το δικαίωμα στη ζωή και την υγεία», γ) η αναπτυξιακή προσέγγιση, η οποία αναγνωρίζει την εκπαίδευση ως μακροπρόθεσμη επένδυση για την κοινωνία και την έλλειψη ποιοτικής εκπαίδευσης στο πλαίσιο μιας κρίσης ως παράγοντα που παρεμποδίζει την αναπτυξιακή δυναμική, που συνήθως εκφράζεται από τους γονείς και τα παιδιά πρόσφυγες, έχοντας μια μακροπρόθεσμη άποψη της εκπαίδευσης, με προτεραιότητα την τρέχουσα πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση, αλλά με μια αίσθηση μελλοντικής συνάφειας, ακόμη και σε περιπτώσεις μετεγκατάστασης και/ή επιστροφής στις χώρες καταγωγής. Υπάρχει μια σειρά ενδιαφερομένων που πρέπει να συμμετάσχουν σε αυτόν τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό, ξεκινώντας από το εθνικό επίπεδο – την κυβέρνηση, τα Υπουργεία Παιδείας και Οικονομικών και τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που βρίσκονται στο κέντρο και την περιφέρεια της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, διεθνείς οργανισμοί, δήμοι, άλλοι εκπαιδευτικοί φορείς, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών με ιστορικό στην εκπαίδευση, καθώς και οι ίδιοι οι αιτούντες άσυλο. Είναι ζωτικής σημασίας να συζητηθούν οι πραγματικές συνθήκες της εκπαίδευσης των προσφύγων, η διαθεσιμότητα οικονομικών και ανθρώπινων πόρων και η εφαρμογή καινοτόμων εναλλακτικών λύσεων.
Για παράδειγμα, το 2015 ο Λίβανος έβγαλε από τους δρόμους παιδιά από τη Συρίας δημιουργώντας 207.000 σχολικές θέσεις. Υπό καθεστώς διπλής βάρδιας, οι Σύριοι πρόσφυγες έκαναν μαθήματα το κατά τις απογευματινές ώρες στις ίδιες τάξεις που νωρίτερα μέσα στην ημέρα έκανα μάθημα τα ντόπια παιδιά. Αργά το απόγευμα και νωρίς το βράδυ, περίπου 500.000 παιδιά από τη Συρία διδάσκονταν στα Αραβικά. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Λιβάνου, τόσο η Τουρκία όσο και η Ιορδανία έχουν ανακοινώσει σχέδια για διπλασιασμό του αριθμού των σχολικών θέσεων για τους πρόσφυγες. Το πρόγραμμα – με κόστος 263 εκατομμύρια δολάρια – πρόκειται να είναι η μεγαλύτερη εκπαιδευτική ανθρωπιστική προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε ποτέ σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Εν ολίγοις: Η πρόσβαση είναι περιορισμένη και άνιση. Η ποιότητα ορίζεται και μετράται με αναποτελεσματικά πρότυπα. Η εκπαίδευση είναι προστατευτική, αλλά μόνο αν είναι υψηλής ποιότητας. Η εκπαίδευση των προσφύγων αντιμετωπίζει μεγάλους περιορισμούς σε επίπεδο θεσμών, πόρων και συντονισμού.
Επείγουσες προκλήσεις για την εκπαίδευση των προσφύγων στην Ελλάδα
Πρόκληση # 1: Η εκπαίδευση για τους πρόσφυγες στις πόλεις απαιτεί μια προσέγγιση διαφορετική από τις στρατηγικές που χρησιμοποιούνται στις δομές φιλοξενίας.
Πρόκληση # 2: Η περιορισμένη πρόσβαση στη μετα-πρωτοβάθμια εκπαίδευση για τους πρόσφυγες τόσο στις δομές φιλοξενίας όσο και στο αστικό περιβάλλον έχει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, τόσο για τα άτομα όσο και για τις κοινωνίες
Πρόκληση # 3: Υπάρχει έλλειψη κατάλληλα εκπαιδευμένου εκπαιδευτικού προσωπικού και έλλειψη δομών, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών και της κατάρτισης, για να τους κρατήσουν τους.
Πρόκληση # 4: Η ποιότητα της εκπαίδευσης των προσφύγων και ο τρόπος με τον οποίο αναγνωρίζεται, δεν βοηθά τους νέους να κάνουν συνδέσεις μεταξύ της σχολικής εκπαίδευσης και της μελλοντικής τους διαβίωσης.
Πρόκληση # 5: Ο εγγενώς πολιτικός χαρακτήρας του περιεχομένου και των δομών της εκπαίδευσης των προσφύγων μπορεί να επιδεινώσει τις κοινωνικές συγκρούσεις, να αποξενώσει τη μεμονωμένη νεολαία και να οδηγήσει σε εκπαίδευση που δεν είναι ούτε υψηλής ποιότητας ούτε προστατευτική.
Πρόκληση # 6: Η έλλειψη οικονομικών πόρων και η ασυνέπεια τους, καθώς και η έλλειψη εκπαιδευτικής εμπειρογνωμοσύνης τόσο στα εθνικά ιδρύματα, στην Ύπατη Αρμοστεία όσο και στους οργανισμούς υλοποίησης, περιορίζει την πρόοδο στην εκπαίδευση των προσφύγων.
Πρόκληση # 7: Υπάρχουν προκλήσεις αναφορικά με τον συντονισμό στην εκπαίδευση των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένης της σύνθετης δυναμικής ισχύος, που περιορίζει την παραγωγικότητα των συνεργασιών.